- φαβεντιανός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που προέρχεται από την Φαβεντία2. (για αγγεία ή άλλα πήλινα σκεύη) ο κατασκευασμένος κατά την χαρακτηριστική τής Φαβεντίας τέχνη, φαγεντιανός.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φαβεντία. Το θηλ. φαβεντιανή μαρτυρείται από το 1897 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών, ενώ το ουδ., στον λόγιο τ. φαβεντιανόν, από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.